-
1 масло
масл||ос1. (растительное, минеральное) τό λάδι, τό ἔλαιον:оливковое \масло τό ληόλαδο, τό ἐλαιόλαδο· подсолнечное \масло τό σπορέλαιο[ν]· пальмовое \масло τό φοινι-κόλαδο, τό φοινικέλαιον миндальное \масло τό ἀμυγδαλόλαδο, τό ἀμυγδέλαιο[ν]· ореховое \масло τό καρυδέλαιο[ν]· розовое \масло τό ροδέλαιο[ν]· машинное \масло τό λαδί τής μηχανής, τό μηχανέλαιο, τό γράσο· эфирные \маслоа αἰθέρια ἐλαία·2. (коровье) τό βούτυρο[ν]:сливочное \масло τό φρέσκο βούτυρο· сбивать \масло κτυπώ (или δέρνω) τό γάλα· топленое \масло τό λυωμένο (или тб μαγειρικό) βούτυρο·3. жив. τό λάδι:писать \маслоом ἐλαιογραφώ, ζωγραφίζω μέ λάδι· картина, написанная \маслоом ἡ ἐλαιογραφία (или ὁ πίνακας) ζωγραφισμένος μέ λάδι, τό λάδι· ◊ подливать \маслоλ в огонь разг χύνω λάδι στή φωτιά· кататься как сыр в \маслое разг περνώ ζωή καί κότα, περνώ κοτσάνι· все идет как по \маслоу разг ἡ δουλειά πάει καλά, ἡ δουλειά πάει φίνα. -
2 масляный
επ.1. του λαδιού, από λάδι•-ое пятно λεκές από λάδι.
2. με ελαιοχρώματα•портрет προσωπογραφία με ελαιοχρώματα•
писать -ми красками ζωγραφίζω με ελαιοχρώματα.
3. με λάδι•масляный выключатель διακόπτης(ηλεκτρικός) με λάδι ή ελαίου•
-ая лампа λάμπα με λάδι, λυχνάρι.
εκφρ.- ая краска – ελαιόχρωμα, λαδομπογιά. -
3 умаслить
-лю, -лишьρ.σ.μ.1. τρίβω με λάδι, λίπος.(απλ.) αλείφω με πολύ λάδι.2. μτφ. καλοπιάνω, καλοπαίρνω, κολακεύω• παίρνω με το μέρος μου.1. τρίβομαι με λάδι.(απλ.) αλείφομαι με λάδι.2. (για μάτια) λάμπω (από χαρά, ικανοποίηση). -
4 закалка
тех. 1. (нагрев материалов и последующее их быстрое охлаждение) η βαφή, η σκλήρυνση- с охлаждением в масле - με ψύξη στο έλαιο/λάδι2. (резкое охлаждение) η ψύξη/σβέση (διά της εμβάπτισης)- с охлаждением в соляном растворе - με ψύξη σε διάλυμα/λουτρό άλατοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закалка
-
5 масло
-а ουδ.1. λάδι, έλαιο, λίπος• βούτυρο•растительное масло λάδι φυτικό•
сливочное масло φρέσκο βούτυρο ή της φέτας•
топлёное масло βούτυρο μαγειρικής ή λιωμένο•
эфирное масло αιθέριο έλαιο•
хлопковое масло βαμπακόλαδο, βαμβακέλαιο•
льняное масло λινέλαιο, λιναρόλαδο•
миндальное масло αμυγδαλέλαιο•
машинное масло λάδι της μηχανής•
смазочное масло μηχανέλαιο•
минеральные -а ορυκτέλαια•
сбивать масло χτυπώ το γάλα, βγάζω βούτυρο•
коровье масло βούτυρο αγελάδας•
завод растительных масел ελαιοτριβείο.
2. χρώματα ελαιογραφίας. || πίνακας ζωγραφικής με ελαιοχρώματα.εκφρ.масло масляное – όχι κρασί με νερό, παρά νερό με κρασί (ταυτόσημο)•подёрнуться -ом – (για μάτια ή βλέμμα) γυαλίζω, λάμπω•как по -у – ομαλά, ήρεμα, απρόσκοπτα•как (будто) -ом по сердцу – που προκαλεί αγαλλίαση•ерунда (чепуха) на постном -е – αερολογίες, ανεμολογίες, κενολογίες, ασημαντολογίες•кашу -ом не испортишь – παρμ. το πολύ βίος μάτια δε βγάζει. -
6 перемаслить
ρ.σ.μ. ρίχνω πολύ λάδι, πάνω από το κανονικό•перемаслить пирог ρίχνω λάδι στην πίτα πάνω από το κανονικά.
|| αλείφω με λάδι (όλα, πολλά). || λαδώνω, λιγδώνω, λερώνω.λαδώνομαι, λιγδώνομαι, λερώνομαι. -
7 масло
το έλαι/ο, το λάδιантраценовое - (хим.тех.) το ανθρακενιέλαιοгустое - πυκνό -, παχύ -дизельное - το ντίζελ/die-selкасторовое - το ρετσινόλαδο, το ρετσινέλαιοкукурузное - το καλαμποκέλαιο, το λάδι αραβόσιτουкунжутное - см. сезамовое -льняное - του λινόσπορου, το λινέλαιοмашинное - της μηχανής, το μηχανέλαιοминеральное - ορυκτό -, το ορυκτέλαιοподсолнечное - το σπορέλαιο, το ηλιέλαιοрезиновое - ρητίνης, το ρητινέλαιοсоевое - σόγιας, το σογιέλαιοсоляровое - см. соляртерпентинное - см. скипидартоплёное - το λειωμένο βούτυρο, το βούτυρο μαγειρικήςтрансформаторное - μετασχηματιστών (πλ.)турбинное - (αεροστροβίλου/τουρμπίναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масло
-
8 маслопрочность
η ανθεκτικότητα στο έλαιο/λάδι, η αντίσταση στο έλαιο/λάδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маслопрочность
-
9 винегрет
винегрет м το βινιεγκριέτ (σαλάτα παντζάρια με λάχανο τουρσί, πατάτα και λάδι)* * *мτο βινιεγκριέτ (σαλάτα παντζάρια με λάχανο τουρσί, πατάτα και λάδι) -
10 масло
масло с 1) το βούτυρο (коровье); το λάδι, το σπορέλαιο (растительное)· το ελαιόλαδο (оливковое)· сливочное \масло το φρέσκο βούτυρο· топлёное \масло το λειωμένο βούτυρο 2) (в живописи): картина \маслом η ελαιογραφία* * *ссли́вочное ма́сло — ο φρέσκο βούτυρο
топлёное ма́сло — το λειωμένο βούτυρο
2) ( в живописи)карти́на ма́слом — η έλαιογραφία
-
11 рафинированный
рафинированныйприч. и прил прям., перен ραφιναρισμένος:\рафинированныйиное масло λάδι ραφινέ, τό ραφιναρισμένο λάδι· \рафинированный вкус τό ραφιναρισμένο γοῦστο. -
12 маслянистость
-и θ.περιεκτικότητα σε λάδι•маслянистость семян подсолнечника η περιεκτικότητα σε λάδι του ηλιόσπορου.
-
13 намаслить
ρ.σ.μ. αλείφω με βούτυρο ή λάδι• ρίχνω λάδι. -
14 обелить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обе-ленный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. (δοα λκ.) ασπρίζω, λευκαίνω.2. δικαιώνω, αθωώνω, βγάζω λάδι, ασπροπρόσωπο.3. παλ. απαλλάσσω του φόρου.1. ασπρίζομαι, λευκαίνομαι.2. δικαιώνομαι, αθωώνομαι, βγαίνω λάδι, ασπροπρόσωπος. -
15 оливковый
επ.1. της ελιάς, ελαΐκός, ελαιώδης•-ая роща ελαιώνας, ελαιοτόπι, λιοτό-πι•
-ая косточка ελαιοπυρήνας•оливковыйое масло ελαιόλαδο•
-ая ветвь κλάδος ελιάς (σύμβολο ειρήνης).
2. ελαιόχρωμος, λαδής, χρώματος λαδί•материя -ого цвета ύφασμα λαδί.
εκφρ.- ое дерево – το ελαιόδεντρο, η ελιά. -
16 автол
тех. το λάδι μηχανής, το μηχα-νέλαιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автол
-
17 маслобензостойкость
η ανθεκτικότητα σε λάδι και βενζίνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маслобензостойкость
-
18 маслостойкий
ανθεκτικός στο έλαιο/ λάδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маслостойкий
-
19 масляный
του λαδιού/ελαίουαπό λάδι/έλαιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масляный
-
20 охлаждение
1. (остужение) η ψύξη· адиабатическое - αδιαβατική -воздушное - με αέρα, η αερόψυξηмасляное - με έλαιο/λάδιрезкое - απότομη/ταχεία -2. (закалка) η σβέση μέσω της εμβάπτισηςразг. η βαφή (του χάλυβα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > охлаждение
См. также в других словарях:
λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… … Dictionary of Greek
λάδι — το ιού 1. το παχύρρευστο υγρό που βγαίνει από τον καρπό της ελιάς. 2. κάθε ουσία που μοιάζει με λάδι: Τα λάδια της μηχανής. 3. φρ., «Βγήκε λάδι», κατόρθωσε να αποδείξει την αθωότητά του· «Μου έβγαλε το λάδι», με ταλαιπώρησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαδώνω — [λάδι]·1. επαλείφω ή επιχρίω κάτι με λάδι 2. κηλιδώνω κάτι με λάδι ή με άλλη λιπαρή ουσία («τό λάδωσες κι αυτό το πουκάμισο») 3. αλείφω με άγιο μύρο, βαφτίζω 4. λιπαίνω εξαρτήματα μηχανής με έγχυση μηχανελαίου 5. φιλοδωρώ κάποιον για προσωπική… … Dictionary of Greek
μουρουνέλαιο — Λάδι που παρασκευάζεται από συκώτι ψαριών της οικογένειας των γαδιδών. Είναι πηχτό, με χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή και πιο σκούρο και με χαρακτηριστική μυρωδιά. Αποτελείται κυρίως από τριγλυκερίδια ακόρεστων οξέων και περιέχει μικρή ποσότητα… … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
αλάδωτος — η, ο [λαδώνω] 1. αυτός που δεν έχει λάδι, στον οποίο δεν προστέθηκε άρτυμα λαδιού 2. αυτός που δεν αλείφτηκε με λάδι 3. που δεν λερώθηκε με λάδι 4. που από φτώχεια ή για νηστεία δεν έφαγε λάδι 5. (για αλλόθρησκους) χωρίς το χρίσμα, αβάφτιστος 6.… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
λαδερός — ή, ό (Μ λαδερός, ή, ό) [λάδι] αυτός που περιέχει λάδι, ελαιώδης νεοελλ. 1. λαδής, ελαιόχρωμος 2. λιπαρός 3. (για φαγητά) παρασκευασμένος με λάδι, νηστήσιμος 4. το ουδ. ως ουσ. το λαδερό α) δοχείο με στενό στόμιο εκροής, το οποίο περιέχει λάδι και … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek